( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
vendosmëri
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αποφασιστικότητα | οι αποφασιστικότητες |
γενική | της αποφασιστικότητας | των αποφασιστικοτήτων |
αιτιατική | την αποφασιστικότητα | τις αποφασιστικότητες |
κλητική | αποφασιστικότητα | αποφασιστικότητες |
[cite]