απρόσεκτος


απρόσεκτος

(επίθετο – mbiemër)

i pakujdesshëm

ενικός
ονομαστική απρόσεκτος / απρόσεχτος απρόσεκτη / απρόσεχτη απρόσεκτο / απρόσεχτο
γενική απρόσεκτου / απρόσεχτου απρόσεκτης / απρόσεχτης απρόσεκτου / απρόσεχτου
αιτιατική απρόσεκτο / απρόσεχτο απρόσεκτη / απρόσεχτη απρόσεκτο / απρόσεχτο
κλητική απρόσεκτε / απρόσεχτε απρόσεκτη / απρόσεχτη απρόσεκτο / απρόσεχτο
πληθυντικός
ονομαστική απρόσεκτοι / απρόσεχτοι απρόσεκτες / απρόσεχτες απρόσεκτα / απρόσεχτα
γενική απρόσεκτων / απρόσεχτων απρόσεκτων / απρόσεχτων απρόσεκτων / απρόσεχτων
αιτιατική απρόσεκτους / απρόσεχτους απρόσεκτες / απρόσεχτες απρόσεκτα / απρόσεχτα
κλητική απρόσεκτοι / απρόσεχτοι απρόσεκτες / απρόσεχτες απρόσεκτα / απρόσεχτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *