( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
makinë llogaritëse
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αριθμομηχανή | οι αριθμομηχανές |
γενική | της αριθμομηχανής | των αριθμομηχανών |
αιτιατική | την αριθμομηχανή | τις αριθμομηχανές |
κλητική | αριθμομηχανή | αριθμομηχανές |
[cite]