ασπιρίνη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ασπιρίνη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ασπιρίνη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) aspirinë ενικός πληθυντικός ονομαστική η ασπιρίνη οι ασπιρίνες γενική της ασπιρίνης των ασπιρινών αιτιατική την ασπιρίνη τις ασπιρίνες κλητική ασπιρίνη ασπιρίνες [cite]