ασπιρίνη


ασπιρίνη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

aspirinë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ασπιρίνη οι ασπιρίνες
γενική της ασπιρίνης των ασπιρινών
αιτιατική την ασπιρίνη τις ασπιρίνες
κλητική ασπιρίνη ασπιρίνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *