αστακός


αστακός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

karavidhe

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αστακός οι αστακοί
γενική του αστακού των αστακών
αιτιατική τον αστακό τους αστακούς
κλητική αστακέ αστακοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *