αστείο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αστείο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αστείο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) shaka ενικός πληθυντικός ονομαστική το αστείο τα αστεία γενική του αστείου των αστείων αιτιατική το αστείο τα αστεία κλητική αστείο αστεία [cite]