ατύχημα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ατύχημα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ατύχημα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) aksident ενικός πληθυντικός ονομαστική το ατύχημα τα ατυχήματα γενική του ατυχήματος των ατυχημάτων αιτιατική το ατύχημα τα ατυχήματα κλητική ατύχημα ατυχήματα [cite]