(επίθετο – mbiemër)
spontan
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυθόρμητος | αυθόρμητη | αυθόρμητο |
γενική | αυθόρμητου | αυθόρμητης | αυθόρμητου |
αιτιατική | αυθόρμητο | αυθόρμητη | αυθόρμητο |
κλητική | αυθόρμητε | αυθόρμητη | αυθόρμητο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αυθόρμητοι | αυθόρμητες | αυθόρμητα |
γενική | αυθόρμητων | αυθόρμητων | αυθόρμητων |
αιτιατική | αυθόρμητους | αυθόρμητες | αυθόρμητα |
κλητική | αυθόρμητοι | αυθόρμητες | αυθόρμητα |
[cite]