αυγή


αυγή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

agim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αυγή οι αυγές
γενική της αυγής των αυγών
αιτιατική την αυγή τις αυγές
κλητική αυγή αυγές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *