αυγή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αυγή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αυγή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) agim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αυγή οι αυγές γενική της αυγής των αυγών αιτιατική την αυγή τις αυγές κλητική αυγή αυγές [cite]