Αυστραλία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Αυστραλία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Αυστραλία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Australi ενικός πληθυντικός ονομαστική η Αυστραλία – γενική της Αυστραλίας – αιτιατική την Αυστραλία – κλητική Αυστραλία – [cite]