αυτοπεποίθηση


αυτοπεποίθηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vetëbesim
besim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αυτοπεποίθηση οι αυτοπεποιθήσεις
γενική της αυτοπεποιθήσεως / αυτοπεποίθησης των αυτοπεποιθήσεων
αιτιατική την αυτοπεποίθηση τις αυτοπεποιθήσεις
κλητική αυτοπεποίθηση αυτοπεποιθήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *