αφρόλουτρο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αφρόλουτρο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αφρόλουτρο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) shampo trupi ενικός πληθυντικός ονομαστική το αφρόλουτρο τα αφρόλουτρα γενική του αφρόλουτρου των αφρόλουτρων αιτιατική το αφρόλουτρο τα αφρόλουτρα κλητική αφρόλουτρο αφρόλουτρα [cite]