αφρόλουτρο


αφρόλουτρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

shampo trupi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αφρόλουτρο τα αφρόλουτρα
γενική του αφρόλουτρου των αφρόλουτρων
αιτιατική το αφρόλουτρο τα αφρόλουτρα
κλητική αφρόλουτρο αφρόλουτρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *