αφρώδης


αφρώδης

(επίθετο – mbiemër)

i shkumëzuar

ενικός
ονομαστική αφρώδης αφρώδης αφρώδες
γενική αφρώδους αφρώδους αφρώδους
αιτιατική αφρώδη αφρώδη αφρώδες
κλητική αφρώδη(ς) αφρώδης αφρώδες
πληθυντικός
ονομαστική αφρώδεις αφρώδεις αφρώδη
γενική αφρωδών αφρωδών αφρωδών
αιτιατική αφρώδεις αφρώδεις αφρώδη
κλητική αφρώδεις αφρώδεις αφρώδη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *