αχθοφόρος


αχθοφόρος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

hamall
portier

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αχθοφόρος οι αχθοφόροι
γενική του αχθοφόρου των αχθοφόρων
αιτιατική τον αχθοφόρο τους αχθοφόρους
κλητική αχθοφόρε αχθοφόροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *