αόρατος


αόρατος

(επίθετο – mbiemër)

i padukshëm

ενικός
ονομαστική αόρατος αόρατη αόρατο
γενική αόρατου αόρατης αόρατου
αιτιατική αόρατο αόρατη αόρατο
κλητική αόρατε αόρατη αόρατο
πληθυντικός
ονομαστική αόρατοι αόρατες αόρατα
γενική αόρατων αόρατων αόρατων
αιτιατική αόρατους αόρατες αόρατα
κλητική αόρατοι αόρατες αόρατα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *