αύρα


αύρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

avër
aureolë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αύρα οι αύρες
γενική της αύρας των αυρών
αιτιατική την αύρα τις αύρες
κλητική αύρα αύρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *