αύξηση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αύξηση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αύξηση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) rritje ενικός πληθυντικός ονομαστική η αύξηση οι αυξήσεις γενική της αύξησης / αυξήσεως των αυξήσεων αιτιατική την αύξηση τις αυξήσεις κλητική αύξηση αυξήσεις [cite]