αύξηση


αύξηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rritje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αύξηση οι αυξήσεις
γενική της αύξησης / αυξήσεως των αυξήσεων
αιτιατική την αύξηση τις αυξήσεις
κλητική αύξηση αυξήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *