βαθμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βαθμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βαθμός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) shkallë notë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βαθμός οι βαθμοί γενική του βαθμού των βαθμών αιτιατική το βαθμό τους βαθμούς κλητική βαθμέ βαθμοί [cite]