(επίθετο – mbiemër)
vietnamez
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βιετναμέζικος | βιετναμέζικη | βιετναμέζικο |
γενική | βιετναμέζικου | βιετναμέζικης | βιετναμέζικου |
αιτιατική | βιετναμέζικο | βιετναμέζικη | βιετναμέζικο |
κλητική | βιετναμέζικε | βιετναμέζικη | βιετναμέζικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βιετναμέζικοι | βιετναμέζικες | βιετναμέζικα |
γενική | βιετναμέζικων | βιετναμέζικων | βιετναμέζικων |
αιτιατική | βιετναμέζικους | βιετναμέζικες | βιετναμέζικα |
κλητική | βιετναμέζικοι | βιετναμέζικες | βιετναμέζικα |
[cite]