βουνό Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βουνό https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βουνό.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) mal ενικός πληθυντικός ονομαστική το βουνό τα βουνά γενική του βουνού των βουνών αιτιατική το βουνό τα βουνά κλητική βουνό βουνά [cite]