γάιδαρος


γάιδαρος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

gomar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο γάιδαρος οι γάιδαροι
γενική του γαϊδάρου / γάιδαρου των γαϊδάρων / γάιδαρων
αιτιατική το γάιδαρο τους γαϊδάρους / γάιδαρους
κλητική γάιδαρε γάιδαροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *