Γαλλία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Γαλλία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Γαλλία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Francë ενικός πληθυντικός ονομαστική η Γαλλία – γενική της Γαλλίας – αιτιατική τη Γαλλία – κλητική Γαλλία – [cite]