φήμη


φήμη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

famë
reputacion

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φήμη οι φήμες
γενική της φήμης των φημών
αιτιατική τη φήμη τις φήμες
κλητική φήμη φήμες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *