φήμη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φήμη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φήμη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) famë reputacion ενικός πληθυντικός ονομαστική η φήμη οι φήμες γενική της φήμης των φημών αιτιατική τη φήμη τις φήμες κλητική φήμη φήμες [cite]