φαρμακοποιός


φαρμακοποιός

(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)

farmacist

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο/η φαρμακοποιός οι φαρμακοποιοί
γενική του/της φαρμακοποιού των φαρμακοποιών
αιτιατική το/τη φαρμακοποιό τους/ τις φαρμακοποιούς
κλητική φαρμακοποιέ φαρμακοποιοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *