φασιανός


φασιανός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

fazan

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φασιανός οι φασιανοί
γενική του φασιανού των φασιανών
αιτιατική το φασιανό τους φασιανούς
κλητική φασιανέ φασιανοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *