φθορίζων


φθορίζων

(επίθετο – mbiemër)

fluoreshent

 

ενικός
ονομαστική φθορίζων φθορίζουσα φθορίζον
γενική φθορίζοντος φθορίζουσας (φθοριζούσης) φθορίζοντος
αιτιατική φθορίζοντα φθορίζουσα φθορίζον
κλητική φθορίζων φθορίζουσα φθορίζον
πληθυντικός
ονομαστική φθορίζοντες φθορίζουσες φθορίζοντα
γενική φθοριζόντων φθοριζουσών φθοριζόντων
αιτιατική φθορίζοντες φθορίζουσες φθορίζοντα
κλητική φθορίζοντες φθορίζουσες φθορίζοντα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *