( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
vjeshtë
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το φθινόπωρο | τα φθινόπωρα |
γενική | του φθινοπώρου / φθινόπωρου | των φθινοπώρων / φθινόπωρων |
αιτιατική | το φθινόπωρο | τα φθινόπωρα |
κλητική | φθινόπωρο | φθινόπωρα |
[cite]