φιλαλήθης


φιλαλήθης

(επίθετο – mbiemër)

i vërtetë
që nuk gënjen

që do të vërtetën

 

ενικός
ονομαστική φιλαλήθης φιλαλήθης φιλαλήθες
γενική φιλαλήθους φιλαλήθους φιλαλήθους
αιτιατική φιλαλήθη φιλαλήθη φιλαλήθες
κλητική φιλαλήθη(ς) φιλαλήθης φιλαλήθες
πληθυντικός
ονομαστική φιλαλήθεις φιλαλήθεις φιλαλήθη
γενική φιλαλήθων φιλαλήθων φιλαλήθων
αιτιατική φιλαλήθεις φιλαλήθεις φιλαλήθη
κλητική φιλαλήθεις φιλαλήθεις φιλαλήθη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *