φιλί


φιλί

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

puthje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φιλί τα φιλιά
γενική του φιλιού των φιλιών
αιτιατική το φιλί τα φιλιά
κλητική φιλί φιλιά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *