φιλοδοξία


φιλοδοξία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ambicie

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλοδοξία οι φιλοδοξίες
γενική της φιλοδοξίας των φιλοδοξιών
αιτιατική τη φιλοδοξία τις φιλοδοξίες
κλητική φιλοδοξία φιλοδοξίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *