( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
gjalpë kikiriku
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το φιστικοβούτυρο | τα φιστικοβούτυρα |
γενική | του φιστικοβουτύρου / φιστικοβούτυρου | των φιστικοβουτύρων / φιστικοβούτυρων |
αιτιατική | το φιστικοβούτυρο | τα φιστικοβούτυρα |
κλητική | φιστικοβούτυρο | φιστικοβούτυρα |
[cite]