φλάουτο


φλάουτο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

flaut

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φλάουτο τα φλάουτα
γενική του φλάουτου των φλάουτων
αιτιατική το φλάουτο τα φλάουτα
κλητική φλάουτο φλάουτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *