φούρνος


φούρνος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

furrë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φούρνος οι φούρνοι
γενική του φούρνου των φούρνων
αιτιατική το φούρνο τους φούρνους
κλητική φούρνε φούρνοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *