φούστα


φούστα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fustan

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φούστα οι φούστες
γενική της φούστας των φουστών
αιτιατική τη φούστα τις φούστες
κλητική φούστα φούστες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *