(επίθετο – mbiemër)
i shëmtuar
i frikshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | φρικιαστικός | φρικιαστική | φρικιαστικό |
γενική | φρικιαστικού | φρικιαστικής | φρικιαστικού |
αιτιατική | φρικιαστικό | φρικιαστική | φρικιαστικό |
κλητική | φρικιαστικέ | φρικιαστική | φρικιαστικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | φρικιαστικοί | φρικιαστικές | φρικιαστικά |
γενική | φρικιαστικών | φρικιαστικών | φρικιαστικών |
αιτιατική | φρικιαστικούς | φρικιαστικές | φρικιαστικά |
κλητική | φρικιαστικοί | φρικιαστικές | φρικιαστικά |
[cite]