φυλετικός


φυλετικός

(επίθετο – mbiemër)

racor
fisnor

 

ενικός
ονομαστική φυλετικός φυλετική φυλετικό
γενική φυλετικού φυλετικής φυλετικού
αιτιατική φυλετικό φυλετική φυλετικό
κλητική φυλετικέ φυλετική φυλετικό
πληθυντικός
ονομαστική φυλετικοί φυλετικές φυλετικά
γενική φυλετικών φυλετικών φυλετικών
αιτιατική φυλετικούς φυλετικές φυλετικά
κλητική φυλετικοί φυλετικές φυλετικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *