χέρι Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χέρι https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χέρι.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) dorë ενικός πληθυντικός ονομαστική το χέρι τα χέρια γενική του χεριού των χεριών αιτιατική το χέρι τα χέρια κλητική χέρι χέρια [cite]