χαρά Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χαρά https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χαρά.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) hare gëzim ενικός πληθυντικός ονομαστική η χαρά οι χαρές γενική της χαράς των χαρών αιτιατική τη χαρά τις χαρές κλητική χαρά χαρές [cite]