χειρονομία


χειρονομία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
gjest

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χειρονομία οι χειρονομίες
γενική της χειρονομίας των χειρονομιών
αιτιατική τη(ν) χειρονομία τις χειρονομίες
κλητική χειρονομία χειρονομίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *