(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)
kirurg
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο/η χειρουργός | οι χειρουργοί |
γενική | του/της χειρουργού | των χειρουργών |
αιτιατική | τον/την χειρουργό | τους/της χειρουργούς |
κλητική | χειρουργέ | χειρουργοί |
[cite]