χιλιετία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χιλιετία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χιλιετία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) mijëvjeçar ενικός πληθυντικός ονομαστική η χιλιετία οι χιλιετίες γενική της χιλιετίας των χιλιετιών αιτιατική τη(ν) χιλιετία τις χιλιετίες κλητική χιλιετία χιλιετίες [cite]