χιλιοστός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χιλιοστός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χιλιοστός.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) i njëmijtë ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χιλιοστός οι χιλιοστοί γενική του χιλιοστού των χιλιοστών αιτιατική το χιλιοστό τους χιλιοστούς κλητική χιλιοστέ χιλιοστοί [cite]