( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
kolesterol
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η χοληστερίνη | οι χοληστερίνες |
γενική | της χοληστερίνης | των χοληστερινών |
αιτιατική | τη χοληστερίνη | τις χοληστερίνες |
κλητική | χοληστερίνη | χοληστερίνες |
[cite]