(επίθετο – mbiemër)
i trashë
në vija të përgjithshme
shitje/ blerje me shumicë
(και χοντρικός)
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | χονδρικός | χονδρική | χονδρικό |
γενική | χονδρικού | χονδρικής | χονδρικού |
αιτιατική | χονδρικό | χονδρική | χονδρικό |
κλητική | χονδρικέ | χονδρική | χονδρικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | χονδρικοί | χονδρικές | χονδρικά |
γενική | χονδρικών | χονδρικών | χονδρικών |
αιτιατική | χονδρικούς | χονδρικές | χονδρικά |
κλητική | χονδρικοί | χονδρικές | χονδρικά |
[cite]