χορευτής Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χορευτής https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χορευτής.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) kërcimtar ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χορευτής οι χορευτές γενική του χορευτή των χορευτών αιτιατική το(ν) χορευτή των χορευτές κλητική χορευτή χορευτές [cite]