χορηγός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply χορηγός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/χορηγός.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) sponsor ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χορηγός οι χορηγοί γενική του χορηγού των χορηγών αιτιατική το(ν) χορηγό τους χορηγούς κλητική χορηγέ χορηγοί [cite]