χορός


χορός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

valle

kërcim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χορός οι χοροί
γενική του χορού των χορών
αιτιατική το(ν) χορό τους χορούς
κλητική χορέ χοροί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *