χρηματοκιβώτιο


χρηματοκιβώτιο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kasafortë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρηματοκιβώτιο τα χρηματοκιβώτια
γενική του χρηματοκιβωτίου των χρηματοκιβωτίων
αιτιατική το χρηματοκιβώτιο τα χρηματοκιβώτια
κλητική χρηματοκιβώτιο χρηματοκιβώτια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *